- κατακροτώ
- κατακροτῶ, -έω (Α)1. χτυπώ δυνατά («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῑν», Ευστ.)2. επευφημώ3. στρέφομαι εναντίον κάποιου, επιπλήττω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακροτῶ — κατακροτέω applaud excessively pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατακροτέω applaud excessively pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
συγκατακροτώ — έω, Μ 1. χειροκροτώ 2. μτφ. επιδοκιμάζω, επικροτώ ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακροτῶ «χτυπώ δυνατά, επευφημώ»] … Dictionary of Greek